βαπτίσειν

βαπτίσειν
βαπτίζω
dip
fut inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαφτίσι — το και βαφτίσια, τα (Μ βαπτίσιν) 1. η τελετή, το μυστήριο του βαπτίσματος 2. το γλέντι που ακολουθεί μετά τη βάφτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαφτίσια, πληθ. του βαφτίσι < μσν. βαπτίσιν < (αρχ) απρμφ. βαπτίσειν του ρ. βαπτίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”